- μοναχιάζω
- μοναχιάζομαι уединяться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μοναχιάζω — [μοναχός] ξεμοναχιάζω, απομονώνω … Dictionary of Greek
ξεμοναχιάζω — 1. απομονώνω, παίρνω κάποιον κατά μέρος («περίμενε να τήν ξεμοναχιάσει για να τής αποκαλύψει τα αισθήματά του») 2. απομονώνομαι («τ αγέρι εθόλωσε, ξεμοναχιάζει», Βαλαωρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + μοναχιάζω «απομονώνω»] … Dictionary of Greek